Χάουαρντ Μπάρκερ, Ιουδήθ – Αποχωρισμός από το σώμα. Μτφρ. Έλση Σακελλαρίδου, σκηνοθ. Χρύσα Καψούλη, DameBlanche, Αίθουσα Skouze3, Θ.π. 2009-2010, 12-23.12.2009
Ως έργο σε εξέλιξη παρουσίασε η Ομάδα DameBlanche το δεύτερο έργο του Μπάρκερ που παίζεται στην Αθήνα, την Ιουδήθ (1990). Για άλλη μια φορά ένα διακείμενο, βιβλικής αυτή τη φορά καταγωγής, υπάρχει πίσω από το έργο. Η ιστορία της ‘Εβραίας Ιουδήθ και του Ολοφέρνη που καταλήγει στη δολοφονία του δεύτερου αποτελεί γνωστό θέμα τής τέχνης.
Ο ίδιος ο Μπάρκερ παραδέχεται ότι εμπνεύστηκε το έργο από πίνακα της αναγεννησιακής ζωγράφου Αρτεμισίας Τζεντιλένσκι που αναπαριστά τη σκηνή της άγριας δολοφονίας: και εδώ μια ιστορική καταστροφή, αφού η Ιουδήθ υπηρετεί πολιτική αποστολή με σύμμαχο σε αυτήν την Υπηρέτριά της.
Η Χρύσα Καψούλη που σκηνοθέτησε και ανέλαβε το ρόλο της Ιουδήθ κινήθηκε στο αφαιρετικό τοπίο μιας αντισυμβατικής θεατρικά αίθουσας τέχνης, εκμεταλλευόμενη τον σε σχήμα Γ σκηνικό χώρο και την αντίστοιχη διάταξη των θεατών σε αυτόν. Δημιούργησε έτσι επιμέρους τόπους χωρίς αυτοί να είναι ρεαλιστικά συγκεκριμενοποιημένοι άλλα χρηστικοί για τη μετακίνηση της δράσης ανάλογα με το βαθμό προσέγγισης μεταξύ Ιουδήθ και Ολοφέρνη. Έτσι ώστε η πλήρης συνάντησή τους, ερωτική αλλά και του φόνου να συμβαίνει στο απώτατο άκρο της μιας πλευράς, σε μια μικρή κάμαρα, της οποίας η ανοιχτή πόρτα μόνο μέρος της δράσης αφήνει να γίνει ορατό από τους θεατές. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που προσφέρει ένας πίνακας ζωγραφικής με την πόρτα να αποτελεί το φυσικό του πλαίσιο, παίζοντας διακειμενικά με τον πίνακα της Τζεντιλένσκι στον οποίο αναφέρθηκε ο Μπάρκερ.
Χωρίς και εδώ να αποφευχθούν πλήρως κάποιες υποκριτικές εξάρσεις που είτε έτειναν προς το τραγικό είτε προς το καθημερινό εμποδίζοντας να αναφανεί η απόσταση του ήδη συντελεσμένου —αφού, όπως αποδέχεται η Ιουδήθ, είναι ήδη «μύθος» και άρα τον τετελεσμένο μύθο της αναπαριστά—, η όλη σκηνική σύλληψη και επιτέλεση ενείχε εικαστικότητα που αναγκαστικά αποστασιοποιεί με την ποιητικότητά της. Έτσι, εξαρχής, με την είσοδο των θεατών, το σύμπλεγμα των τριών ηθοποιών καταγής, ημίγυμνων κάτω από τα πολύτιμα υφάσματα και τον κατάλληλο φωτισμό, παραπέμπει σε εικαστική σύνθεση ζωντανών σωμάτων, σε γλυπτό που θα πάρει ζωή για να αναπαραστήσει την ιστορία.
Η εικαστικότητα επικρατεί σε όλη την παράσταση, τόσο με την εγκατάσταση στο χώρο του Αντώνη Βολανάκη όσο και τη βιντεοεγκα-τάσταση του Αλέξανδρου Μιστριώτη. Εντυπωσιακά τα μπεζ-καφέ κοστούμια-μανδύες του πρώτου, που άφηναν είτε το ολόγυμνο σώμα του Ολοφέρνη να επιδεικνύει το σφρίγος του κατακτητή αλλά και το τρωτό του που θα επιβεβαιωθεί με τον έρωτα και τον αποκεφαλισμό του από την Ιουδήθ, είτε τα ημίγυμνα σώματα των δύο γυναικών, που κάτω από τους μανδύες έφεραν διαφανές μεταξωτό ύφασμα-άρνηση του δοσίματος και κάλυψη των απώτερων στόχων. Εντυπωσιακός και ο χρωματισμός που αποκτούν κατά διαστήματα, καθώς πάνω στους ανοιχτούς μανδύες πέφτουν οι βιντεοπροβολές του Μιστριώτη με αφηρημένα σχέδια που μόλις μορφοποιηθούν σε εικόνα διαλύονται.
Το σώμα μου είναι το ‘Ισραήλ, θα πει στο τέλος η Ιουδήθ αποκαλύπτοντας την απόλυτη λογική σωματικότητας που καθορίζει το έργο. Όλο το παιχνίδι εξουσίας και υποταγής είναι ένα παιχνίδι μεταξύ σωμάτων, γυμνού-εξουσια-στικού-διαθέσιμου και ημικαλυμμένου-υποταχτικού-αγνώστων προθέσεων. Αυτό που δείχνεται υπεροπτικά καταστρέφεται τελικά.
Πιστεύω και εδώ ότι απαιτούνταν περισσότερη προσοχή στη λεπτομέρεια κατά τη δραματουργική επεξεργασία σε σχέση με τη σκηνική αναπαράσταση του κειμένου και τα επιμέρους συστήματα σημείων της σκηνής, ώστε όλα να συλλειτουργούν προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι ηθοποιοί, έχοντας πολύ καλές στιγμές, κατέφευγαν κατά καιρούς σε δραματικότητες ξένες προς το έργο. Ωστόσο, αφιερώθηκαν συγκινητικά στους ρόλους τους: ό Απόστολος Φράγκος στο ρόλο του Ολοφέρνη, η Χρύσα Καψούλη σε αυτόν της Ιουδήθ και η Μισέλ Βάλλεϋ στον καθοριστικό για την εξέλιξη ρόλο της Υπηρέτριας που δεν ξεφεύγει από το στόχο της δολοφονίας. Μια παράσταση σε εξέλιξη αλλά σε καλό δρόμο και με δημιουργική πνοή. Η μετάφραση της έμπειρης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γνώστριας του έργου του Μπάρκερ από παλιά, Έλσης Σακελλαρίδου, διέθετε ποίηση και θεατρική δυναμική.
Αυτό που έλειψε ήταν κάποιο μουσικό περιβάλλον που θα έδινε το αναγκαίο μέτρο στο λόγο, που θα βοηθούσε τους ηθοποιούς κατά τις αναγκαίες παύσεις ή και σιωπές.
Δημήτρης Τσατσούλης